- στρίμω(γ)μα
- τοσυνωστισμός: Είναι απαράδεκτο το στρίμωγμα τόσων επιβατών στα αστικά λεωφορεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στρυμώχνω — και στρυμώνω και στριμώ (χ)νω και στριμώγνω Ν 1. συμπιέζω, συνωθώ 2. μτφ. φέρνω κάποιον σε αδιέξοδο, σε πολύ δύσκολη θέση («μέ στρύμωξε και τού τά πα όλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στρυμώ(χ)νω κατά την πιθανότερη άποψη έχει σχηματιστεί από τον τ. στρύμοξ* … Dictionary of Greek
στρύμωγμα — και στρύμωμα και στρίμω(γ)μα, το, Ν [στρυμώ(χ)νω / στριμώ(χ)νω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρυμώχνω, συμπίεση ή στοίβαγμα 2. αμοιβαίο σπρώξιμο σε πυκνό πλήθος ανθρώπων, συνωστισμός 3. μτφ. α) έλλειψη δυνατότητας φυγής, το να βρίσκεται… … Dictionary of Greek
στρυμωχτός — και στριμωχτός, ή, ό, Ν [στρυμώ(χ)νω / στριμώ(χ)νω] 1. αυτός που έχει στρυμωχτεί, πεπιεσμένος 2. δεκτικός συμπίεσης. επίρρ... στρυμωχτά και στριμωχτά Ν με στρυμωχτό τρόπο, συμπιεστά … Dictionary of Greek